- πιστῷ
- πιστόνneut dat sgπιστός 1liquidmasc/neut dat sgπιστός 2to be trustedmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιστώ — όω, ΜΑ βλ. πιστώνω … Dictionary of Greek
πιστῶ — πιστόν neut gen sg (doric aeolic) πιστός 1 liquid masc/neut gen sg (doric aeolic) πιστός 2 to be trusted masc/neut gen sg (doric aeolic) πιστόω make trustworthy pres subj act 1st sg πιστόω make trustworthy pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστῶι — πιστῷ , πιστόν neut dat sg πιστῷ , πιστός 1 liquid masc/neut dat sg πιστῷ , πιστός 2 to be trusted masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστώνω — πιστῶ, όω, ΝΑ [πιστός] νεοελλ. 1. δίνω σε κάποιον χρήματα ή τού προμηθεύω εμπορεύματα επί πιστώσει, ανοίγω πίστωση σε κάποιον 2. καταχωρίζω στα λογιστικά βιβλία τής επιχείρησης και σε όφελος τού προσωπικού λογαριασμού κάποιου χρηματικό ποσό… … Dictionary of Greek
вѣрьныи — (702) пр. 1. Достойный веры, доверия: гла(в) ·д҃· о послусѣхъ вѣрныхъ і невѣрны(х). и о недолжьныхъ воспри˫ати. і о пребывающи(х) послусѣ(х) дале(ч). МПр XIV, 186; Иже на своего дрѹга клевечеть да не бѹдеть вѣренъ аще и право молвить. (μὴ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Minuscule 629 — For other uses, see Codex Ottobonianus. New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 629 … Wikipedia
πίστωμα — ατος, τὸ, Α [πιστώ] 1. βεβαίωση, εγγύηση 2. (σχετικά με λόγο) επιβεβαίωση 3. φρ. «γηραλέα πιστώματα» μτφ. (για πρόσ.) πιστοί γέροντες … Dictionary of Greek
πίστωση — η / πίστωσις ΝΜΑ [πιστώ] νεοελλ. 1. η ενέργεια τού πιστώνω, η συναλλαγή μεταξύ δύο μερών στην οποία το ένα μέρος, ο πιστωτής ή δανειστής, προσφέρει χρήμα, αγαθά, υπηρεσίες ή χρεώγραφα, με αντάλλαγμα μια μελλοντική υπόσχεση πληρωμής από το άλλο… … Dictionary of Greek
πιστωτής — ο, θηλ. πιστώτρια, ΝΑ [πιστώ] νεοελλ. άτομο που δίνει χρήματα ή παρέχει, προμηθεύει εμπορεύματα σε κάποιον με πίστωση, δανειστής αρχ. αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει κάτι, εγγυητής … Dictionary of Greek
πιστωτικός — ή, ό / πιστωτικός, ή, όν, ΝΑ [πιστώ] 1. νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστωση ή αυτός που έχει χαρακτήρα πίστωσης 2. φρ. α) «πιστωτικά ιδρύματα» ιδιωτικά ή δημόσια ιδρύματα, τράπεζες ή συνεταιρισμοί που εξυπηρετούν την εξεύρεση και… … Dictionary of Greek